-
1 κατατρωγω
(fut. κατατρώξομαι, aor. 2 κατέτραγον) съедать, поедать(τὰς ἰσχάδας Arph.; τὸ ἀνάρρινον Arst.; μήλου κυδωνίου Plut.)
См. также в других словарях:
περισχαδόν — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. «ψίαθον ἐν ᾧ περιειλοῡσι τὰς ἰσχάδας» 2. «περισχαδὸν τὸν ὑποκρινόμενον τὸν Περσέα, ὡς πτωχόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἰσχάς, άδος «το φυτό ευφόρβιο, το ξηρό σύκο»] … Dictionary of Greek